Ποια θάλασσα

Ποια θάλασσα γλυκά σε κολυμπά;

ποιος ήλιος με αγάπη σε χαϊδεύει;

σε ποια αμμουδιά το σώμα σου κυλά;

και ποιο φεγγάρι τις βραδιές σε ταξιδεύει;

 

Μαρία Κ.  κάπου στην Ιταλία 2000-2003

ΑΝΟΙΞΗ

Στον αστερισμό του Κριού,
μια κρύα άνοιξη σε καιρούς ζοφερούς,
παραμονεύει…
αγρίμι κυνηγημένο και κυνηγός!
Θύτης και θύμα
μιας ανάστασης, που σκοτώσαμε παρέα
και κατασπαράξαμε αντί οβελία!

Μαρία Κ. 21/3/2019 Για την παγκόσμια ημέρα ποίησης

Ματαίωση

Μικρές επαναστάσεις

Σκάβουν θεμέλια

Με σκουριασμένο κουτάλι του γλυκού!

Οριακά κινούμενη άμμος

Ξεγελιέται καταπίνοντας σαύρες

κι εγώ χειροκροτώ

κουνώντας λευκή πετσέτα.

 

Δε θα πέσει κάτω ακόμα,

Όσο αναπνέω ρυθμικά

Ψιθυρίζοντας τραγούδια της βροχής!

 

Μ.Κ. 31/1/2019

Η ζωή έξω απ’ τη γυάλα

Η ζωή έξω απ’ τη γυάλα 

χαράζει αποστάσεις και συνήθειες

Παίζει ζάρια με σκληρές αλήθειες

και ζεσταίνεται μ’ ερωτηματικά

 

Δεν ξέρει να κρατάει μυστικά

Τα χρόνια που ήταν αλυσοδεμένη!

Δεν έχει τίποτα να περιμένει

Κι ούτ’ έχει να μοιράσει μερτικά!

 

Η ζωή έξω απ’ τη γυάλα 

Περιπαίζει τους καιρούς του ονείρου,

Δια πυρός περνώντας και σιδήρου,

Αδέσποτη, χωρίς αφεντικά

 

Με ποίηματα γελάει λυρικά

Μιας κάποιας νιότης, που ‘ρθε για να φύγει

Σε μιαν αρένα, που όρθιοι έχουν μείνει λίγοι

Και κοιτούν το παρελθόν ειρωνικά…

 

Μαρία Κ. Οκτώβριος 2015

ΔΕ ΘΕΛΩ (να μην ξεχνώ…)

(διαβάζεται με μιαν ανάσα)

Δεν περιμένω κανενός

τη στενοχώρια και το φως

να με φωτίσει στον καιρό

τον δροσερό σαν το νερό…

 

σαν το νερό σε μια πηγή

κάποιου βουνού που αιμορραγεί

συμπόνια στάχτη και δροσιά

πλάι σ’ ακίνητη  πρασιά.

 

Δε θέλω αγέρα απ’ τις κορφές

ή θαλπωρή στις παρυφές

κάποιας ανάγκης που καλεί

στο τελευταίο το σκαλί…

 

του παραδείσου που ‘ταν χτες

κι είχε τις πόρτες ανοιχτές

για κάποιαν άλλη εποχή

που στη σκιά της με καλεί.

 

Δε θέλω γάργαρα νερά

υπόγεια είτε φανερά,

θέλω το φως που με χτυπά

να με ζεσταίνει να πονά…

 

να με πονά, να με χτυπά,

να μην ξεχνώ, μες στη χαρά,

πως ύπνος είναι η ζωή

και όνειρο η προσμονή!

 

Μαρία Κ. 17/08/2010

Σε περιμένω…

ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Μαύρες χρονιές και σκοτεινές

αγάπες μου κατοπινές,

σε σκουριασμένες σκαλωσιές

χορταριασμένες φυλλωσιές.

 

Μέσα στα φύλλα ενός κισσού

είναι του άλλου μου μισού  η οπτασία!

Σε μια σκιά στη φυλλωσιά

(που στραφταλίζει θαλασσιά)

απόμακρη κι αλλοτινή μου φαντασία!

 

Το χθες δεν ήτανε σοφό 

κι είναι το σήμερα κρυφό  κι αλλοπαρμένο…

Δε σε προσμένω να φανείς!

Να μπεις στα βάθη μιας ψυχής,

όσο δεν τα ‘φτασε κανείς, σε περιμένω!

 

Μαρία Κ. 7/7/2010

Έλληνες ποιητές

Ο Σουρής πιο επίκαιρος από ποτέ!

Ποιός είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά’χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά’χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;

 

 

Ο Ρωμηός

Στον καφενέ από έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ηλίου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ.

Σε μία καρέκλα τονα ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μίαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
Αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί ουρανός ! τί φύσις !
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.

Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι με αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαόλου στέλλω
τον ιδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τον νούν στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Ελληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι επάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.

Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
επάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ…
εχύθη ο καφές μου , τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.

Στον καφετζή ξεσπάω… φωτιά κι εκείνος παίρνει.
Αμέσως άνω κάτω του κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος… δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ.

 
 

ΕΡΩΤΩΝ ΘΑΝΑΤΟΙ

Τα περασμένα μάταια ζητάω ν’ αναστήσω,

να ξαναζήσω τις στιγμές που επέρασες κοντά μου,

να θυμηθώ τα ονείρατα που εκάναμε τα βράδια,

όταν γαλήνη εγέμιζε κι ίσκιους η κάμαρά μου.

Τα γράμματά σου μάταια διαβάζω αργά, τις ώρες

που η σκέψη μας πλανιέται εδώ κι εκεί στα περασμένα,

όπως κανείς σ’ ένα βουβό γυρνάει κοιμητήρι,

διαβάζοντας ονόματα σε τάφους σκαλισμένα.

Του έρωτά μας το Βωμό τον γκρέμισαν τα χρόνια

κι εσύ που στάθηκες για μέ η Πολυαγαπημένη

στη μνήμη μου είσαι μακρινή, ψυχρή σαν πεθαμένη-

σαν πεθαμένη άλλων καιρών- μέσα σ’ υγρή μια κρύπτη,

που κείτεται μαρμάρινη, με χέρια σταυρωμένα …;

Μα κάτι από το είναι μου επέθανε με σένα.

 
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ

Γεγονότα

Ένα Πουλί χωρίς φτερά

Είναι η περίσκεψη

Ήλιος που τραυματίζεται

Σ’ άλλα τοπία

Η αγάπη φεύγει απ’ την καρδιά

Πιο ελαφρή

Απ’ τη σκιά της.

Τάκης Σινόπουλος

 

 

Η ΖΩΗ ΜΑΣ

Η ζωή μας τι είναι; Να!

Λίγες ώρες που διαβαίνουν.

Μόνο η πρώτη μας γεννά-

όλες οι άλλες μας πεθαίνουν.

Γεώργιος Αθάνας

Άκης Ζωγράφος

ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΧΑΘΩ

ασε με να χαθω
στα επαναστατικά μου χρώματα
μέσα μου μια ακόμη μέρα
μια μέρα γεμάτη χαρα ψάχνοντας
ενώ όλοι οι άλλοι με άφησαν μονο
η όψη σου με γέμιζε χαμόγελα
μέσα στις μοναχικές μου βραδιές
και κάθε λέξη σου κάθε ενα γραμματάκι έχει σημασία…..
γιατί με γεμίζει χαρά….
μακάρι να μπορούσα να πάω μια εκδρομή
και να ρθεις μαζί μου
σαν γλυκό δροσερό αεράκι στον καλοκαιρινό ουρανό
και να με γεμίζεις με το δροσερό σου χαμόγελο…

 

ΕΣΥ…

Έχεις την αίσθηση του πάθους

και τη μυρωδιά του αγρυπνου

Έχεις τα μάτια της γης

και τα χείλη του καπνού

Έχεις την αγάπη της πέτρας

και τη μορφή μιας ακόμη γλυκειάς ψεύτρας

Άκης Ζωγράφος

ΟΙ ΜΥΡΩΔΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΟΥ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

 

Από τη θάλασσα τη μαύρη της συνήθειας,

σε χαιρετώ κουνώντας σου μαντήλι,

που έχει πάρει χρώματα απ’ το δείλι

και τη χροιά της παιδικής μου της αλήθειας!

 

Σε νιώθω να μυρίζεις ασφοδίλι,

μη με λησμόνει και χλωρό λιβάδι.

Στα χέρια σου ξεδίψασα το χάδι

και γεύτηκα το χθες στα δυο σου χείλη!

 

Του πόθου μου θ’ ανάψω το καντήλι,

που τρεμοπαίζει στο στερνό του λάδι.

Φλόγα οδηγός στη σκοτεινιά του Άδη,

εκεί που μας μοιραίνει κάθε μίλι.

 

12-7-07 κ 10-1-09 Μαρία Κ.