Από τη θάλασσα τη μαύρη της συνήθειας,
σε χαιρετώ κουνώντας σου μαντήλι,
που έχει πάρει χρώματα απ’ το δείλι
και τη χροιά της παιδικής μου της αλήθειας!
Σε νιώθω να μυρίζεις ασφοδίλι,
μη με λησμόνει και χλωρό λιβάδι.
Στα χέρια σου ξεδίψασα το χάδι
και γεύτηκα το χθες στα δυο σου χείλη!
Του πόθου μου θ’ ανάψω το καντήλι,
που τρεμοπαίζει στο στερνό του λάδι.
Φλόγα οδηγός στη σκοτεινιά του Άδη,
εκεί που μας μοιραίνει κάθε μίλι.
12-7-07 κ 10-1-09 Μαρία Κ.