‘Ελα μαζί μου στο βουνό. Μην κάθεσαι κάτω στη Χώρα. Εσένα διψώ, εσένα παντού τα μάτια μου σε γυρέβουνε. Την αγάπη σου θέλω και για τίποτις άλλο στον κόσμο δε με μέλει. Γιατί μ’ αφίνεις μονάχο; Δε θυμάσαι στην πατρίδα σου κάτω, στη λατρεμένη μας την πατρίδα, δε θυμάσαι τη θάλασσα, που κάθε μέρα φουσκώνει κ’ έπειτα πάλε τραβιέται, όπως το φέρνει το φεγγάρι; ‘Οταν τραβιέται, πάει μίλια και μίλια μακριά, το περγιάλι απομνήσκει ολόξερο, γυμνό, σαν ωρφανεμένο. ‘Οταν πάλε σηκωθή, περεχύνει από άκρη σε άκρη τον έρημο τον άμμο. Χαίρεται το διψασμένο το χώμα και ζωντανέβουνε τακρογιάλια. Η καρδιά μου μοιάζει με το γιαλό. ‘Οσο δε σ’ έχω, είμαι σαν το ξενιτεμένο το περγιάλι κι όλο προσμένω να δροσιστώ με της αγάπης σου την πλημμύρα.
«Αγάπη» του Γιάννη Ψυχάρη (απόσπασμα από το βιβλίο του «Το ταξίδι μου»)