Γλυκό αεράκι
μου πύρωσε τα σπλάχνα
σαν πρόβαλε η σεπτή μορφή σου
μακριά απ’ το παραπέτασμα.
Κρυφές ανάσες
λούστηκαν στο φως
που στεφανώνει
την ανάμνησή σου.
Κι ο ήλιος ζήλεψε
και πήγε να κρυφτεί,
σαν παιδί
το τσέρκι του κυλώντας.
Κι εσύ… Ω εσύ!
Τυλιγμένος πρώιμες αγάπες
καλείς τα αηδόνια,
ανοίγεις τα φτερά σου
και πετάς στα λιβάδια
της πιο αγνής μου φαντασίωσης!