Έλληνες ποιητές

Ο Σουρής πιο επίκαιρος από ποτέ!

Ποιός είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά’χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά’χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;

 

 

Ο Ρωμηός

Στον καφενέ από έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ηλίου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανέναν δεν κοιτάζω, κανέναν δεν ψηφώ.

Σε μία καρέκλα τονα ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μίαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
Αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί ουρανός ! τί φύσις !
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.

Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι με αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαόλου στέλλω
τον ιδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τον νούν στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Ελληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι επάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.

Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
επάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ…
εχύθη ο καφές μου , τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.

Στον καφετζή ξεσπάω… φωτιά κι εκείνος παίρνει.
Αμέσως άνω κάτω του κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος… δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ.

 
 

ΕΡΩΤΩΝ ΘΑΝΑΤΟΙ

Τα περασμένα μάταια ζητάω ν’ αναστήσω,

να ξαναζήσω τις στιγμές που επέρασες κοντά μου,

να θυμηθώ τα ονείρατα που εκάναμε τα βράδια,

όταν γαλήνη εγέμιζε κι ίσκιους η κάμαρά μου.

Τα γράμματά σου μάταια διαβάζω αργά, τις ώρες

που η σκέψη μας πλανιέται εδώ κι εκεί στα περασμένα,

όπως κανείς σ’ ένα βουβό γυρνάει κοιμητήρι,

διαβάζοντας ονόματα σε τάφους σκαλισμένα.

Του έρωτά μας το Βωμό τον γκρέμισαν τα χρόνια

κι εσύ που στάθηκες για μέ η Πολυαγαπημένη

στη μνήμη μου είσαι μακρινή, ψυχρή σαν πεθαμένη-

σαν πεθαμένη άλλων καιρών- μέσα σ’ υγρή μια κρύπτη,

που κείτεται μαρμάρινη, με χέρια σταυρωμένα …;

Μα κάτι από το είναι μου επέθανε με σένα.

 
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ

Γεγονότα

Ένα Πουλί χωρίς φτερά

Είναι η περίσκεψη

Ήλιος που τραυματίζεται

Σ’ άλλα τοπία

Η αγάπη φεύγει απ’ την καρδιά

Πιο ελαφρή

Απ’ τη σκιά της.

Τάκης Σινόπουλος

 

 

Η ΖΩΗ ΜΑΣ

Η ζωή μας τι είναι; Να!

Λίγες ώρες που διαβαίνουν.

Μόνο η πρώτη μας γεννά-

όλες οι άλλες μας πεθαίνουν.

Γεώργιος Αθάνας

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s