Χωρίς Τίτλο
Τα μάτια σου Η μορφή σου
δυό τρικυμίες το Θείο Φως
γαλάζιες. του Ήλιου.
Τα μαλλιά σου Εγώ απλώς
νεροποντή κοινός θνητός
χρυσαφιά. υποκλίνομαι
Τα χείλη σου μπρος στο Θείο
ροδοπέταλα αυτό ποίημα
κόκκινα. της Μάνας-Φύσης
Είμαι συντρίμμι Είχα ξεχάσει
πάλι απόψε πως αγαπάνε
κι αναμετρώντας και πως πονάνε
τ’ άστρα ψηλά από παλιά.
αναρωτιέμαι Ειχ’ αποστάσει
τι τάχα ‘γίναν να περιμένω
τα όνειρά μου κερί σβησμένο
τ’ αητόπουλά. σπίρτου φωτιά
Ήρθες μικρή μου Θα μείνω πάλι
φλόγα ν’ ανάψεις μόνο με δάκρυ
και να το κάψεις χωρίς αγάπη
-Αχ- το κερί μου. χωρίς φωτιά!
Μα φεύγεις τώρα; Μ’ άδεια αγκάλη
αχ πώς λυπάμαι κερί σβησμένο
πως τη φοβάμαι να περιμένω
τούτη την ώρα! όπως παλιά!
Μου τα ‘χες όλα
εσύ γραμμένα,
με μαύρη πένα
σε μαύρη κόλλα!
Πλατεία Κοτζιά
Γεμάτος πόρνες, τραβεστί και φασαρία
ήταν ο τόπος του Κρανίου, δυστυχώς,
όπου τις νύχτες οι πιστοί του με λατρεία,
το προσκυνούνε αδιαλείπτως, συνεχώς.
Γεμάτος γύφτους, φωνακλάδικους εμπόρους,
γριές με τσάντες και αλήτες βιαστικούς.
Μα μη γελάτε, ειν’ ο χώρος μες στους χώρους,
μην απορείτε, χώρος απ’ τους αστικούς.
Θόρυβος, βρώμα και τουρίστες που χαζεύουν
με τούτο ‘δω το ανακάτωμα ala Greece!
Κι απ’ τις γωνίες, τους πρεζάκηδες μαζεύουν
τις νύχτες, με τις κλούβες για …service!
Φίλε που βγήκες στο μπαλκόνι, πες μου τι είδες;
Καθώς σου βλέπω απορία στη ματιά!
Εδω που ζεις, κάποτε ζούσαν Αριστείδες
κι αχολογούσε Δημοσθένους η λαλιά!
Έτσι μ’ όλους αυτούς ανηφοράμε,
μες στης ζωής το ανηφόρι το σκληρό
και σα λουλούδια, αδύναμα, μαδάμε,
που φύτρωσαν μες στου τσιμέντου το σωρό!
Πλατεία Κοτζιά ΙΙ
(στο πιο …αισιόδοξο)
Τι κι αν στο βάλτο μας τραβά, στο κατακάθι,
του βάλτου το στοιχειό, που τρομερό ορθώνει!
Αυτό το τέρας που το ζουν τα τρομερά μας λάθη,
μα ένα χαμόγελο χαράς κι αγάπης το σκοτώνει!
Εμείς πάντα τον ήλιο θα θωρούμε που γελά.
Εμείς θα τονε βλέπουμε, το δείλι που ματώνει.
Μιας πηγής το γάργαρο νερό, μας φτάνει να κυλά,
στου βράχου τη σχισιματιά, για να μας ατσαλώνει!
Μες στου τσιμέντου τη κατάψυχρη καρδιά,
μας φτάνει μια τόση δα δροσοσταλίδα.
Αν βάρβαρο, λερό ποδάρι μας πατά,
τούτο το δάκρυ της αυγής μας δίν’ ελπίδα!
Αν κάποιου σούρουπου θαμπού τη σιγαλιά,
μας κόψει τ’ άνθος, δυνατό κι άσφαλτο χέρι,
θα ‘ναι για να κοσμήσουμε κάποια ξανθά μαλλιά
και να ξαναρριζώσουμε στ’ ονείρου το παρτέρι!